-
1 κατισχύω
A overpower, prevail over, τινα Men.Epit.74, Aristeas 21, LXX 2 Ch.8.3, al.;ὅταν ἡ τῆς πείρας ἀκρίβεια -ισχύῃ τὴν τῶν λόγων πιθανότητα D.S.1.39
: also c. gen., LXX Je.15.18, Alex.Aphr.in Top.248.19; [ τῆς ἐκκλησίας] Ev.Matt.l.c.;τινὸς σοφίᾳ Ael.NA5.19
; Ἄρης κ. τῆς Σελήνης Vett. Val.104.10; γενναίας φύσεως Chor.in Rev.Phil.1.57:—[voice] Pass., to be worsted,ὑπ' ἔρωτος D.S.1.71
;τῇ μάχῃ Id.17.45
.2 abs., have the upper hand, prevail, LXX Ex.17.11, al.; κ. τῷ πλήθει to be superior in.., Plb.11.13.3;κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν Ev.Luc.23.23
.b to be prevalent,ὁρμαὶ καὶ ζῆλοι παρά τισι κ. Plb.3.4.6
;κατισχυούσης τῆς θερμότητος Thphr. CP6.11.7
;κατίσχυκεν ἡ φήμη παρὰ τοῖς πλείστοις Antig.Mir. 152
.III trans., strengthen, encourage, c. acc., LXX De.1.38, al.; τὰς χεῖράς τινων ib.1 Es.7.15;οὐδετέραν τῶν στάσεων D.H.6.65
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατισχύω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский